Ο ΧΡΟΝΟΣ κυρίαρχος ἢ τύραννος; Κυρίαρχο τὸν θέλει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Τὸν ἔβαλε ρυθμιστὴ σὲ κάθε ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του. Ὑποδου-λώθηκε σ’ αὐτόν. Ἀντὶ νὰ εἶναι ὁ ἴδιος κύριος ἔδωσε στὸ χρόνο κυριαρχικὰ δικαιώματα. Τὸν ἀξιολογεῖ μονάχα σὲ χρῆμα καὶ σὲ ἀποδοτικότητα. Δὲν τὸν ἱεραρχεῖ. Τὸν χάνει τὴν ὥρα ποὺ νομίζει πὼς τὸν κερδίζει. Καὶ εἶναι ἀληθινὸ χάσιμο, ὅταν αὐτὸς γεμίζει τὰ χέρια, ἐνῶ ἀφήνει ἄδεια τὴν καρδιά. Ὁ χρόνος ὁπωσδήποτε θὰ φύγει. Τὸ ζή-τημα εἶναι τί ἀφήνει. Ἂν μᾶς «πλου-τίζη εἰς Θεόν», σὲ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἀδελφούς, σὲ πρόοδο πνευματική, σὲ ἀναβάσεις καρδιᾶς, εἶναι χρόνος κερδισμένος. Δὲν φεύγει. Δὲν χά-νεται. Θησαυρίζεται καὶ ἀποταμιεύεται κοντὰ σ’ Ἐκεῖνον ποὺ «τὰ ἔτη του οὐκ ἐκλείψουσιν» (Ψαλμὸς 101, 28). Ἕνας καινούργιος χρόνος Ναί, ὁ χρόνος φεύγει καὶ θὰ φεύγει καὶ κανέ-νας δὲν μπορεῖ νὰ τὸν συγκρα-τήσει. Σήμερα ζοῦμε τὸ 2021. Αὔριο θὰ φύγει καὶ αὐτό. Ὁ χρό-νος, «πανδαμά-τωρ», ἀμείλι-κτος θὰ φθείρει τὰ πρόσωπα, θὰ ὑποσκάψει τὴν ὑγεία. Τὰ ἴχνη τ ῆς δια β άσε-ώς του θὰ εἶναι ἴχνη συνεχοῦς φθορᾶς. Ὅλα τὰ γερνάει, τὰ πα-λιώνει. Τὸ χθεσινὸ παιδὶ εἶναι σήμερα ἄνδρας. Ἡ χθεσινὴ γυναίκα εἶναι σήμερα κυρτωμένη γερόντισσα. Τὰ βελούδινα πρόσωπα γεμίζουν ρυτίδες. Τὰ κατάμαυρα πυκνὰ μαλλιὰ ἀραιώνουν σὲ γκρίζους κροτάφους. Ναί, ὅλα περνοῦν, ὅλα γερνοῦν. Ἕνας μένει ἀναλλοίωτος. Μονάχα ὁ Θεὸς δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴ φθορά. «Σὺ ὁ αὐτὸς εἶ, καὶ τὰ ἔτη σου οὐκ ἐκλείψουσιν». Εἶσαι πάντοτε ὁ ἴδιος καὶ τὰ ἔτη σου θὰ εἶναι ἀτελείωτα. Ἄφθαρ-τος ὁ Θεός, «ἀεὶ ὤν, ὡσαύτως ὤν», ἀναλλοίω-τος καὶ ἀμετάβλητος εἰς τὸν αἰῶνα. Ἐξουσιαστὴς τοῦ χρόνου. «Χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία» γιὰ τὸν Θεό. Καὶ ὄχι μόνο ὁ Θεὸς μένει ἄφθαρτος καὶ ἀναλλοίωτος. Ἄφθαρτοι καὶ ἀναλλοίωτοι μέ-νουν καὶ θὰ μένουν καὶ ὅσοι εἶναι στενὰ συν- |
δεδεμένοι μαζί Του. «Ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα» (Α´ Ἰωάν. β´ 17). Αὐτὸς δὲν γερνᾶ. Ἡ καρδιά του μένει πάντα νέα. Οἱ ρυτίδες τοῦ χρόνου δὲν τὴν ἀγγίζουν. Γιατὶ ἡ ἀγάπη ἔχει μέσα της τὸ στοιχεῖο τῆς αἰωνιότητας. Εἶναι αἰώνια. Ἡ φθορὰ δὲν τὴν προσβάλλει. Ἔτσι καὶ ἂν ὁ χρόνος φεύγει. Καὶ ἂν κάποτε μᾶς κοστίζει νὰ βλέπουμε τὶς σωματικὲς ἢ τὶς διανοητικὲς δυνάμεις μας νὰ ὑποχωροῦν. Καὶ ἂν ἀγαπητά μας πρόσωπα, πολὺ δικοί μας ἄνθρωποι, φεύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο. Καὶ ἂν οἱ ἀσθένειες γίνονται μόνιμος καὶ ἐνοχλητικὸς ἐπισκέπτης στὴ ζωή μας. Ὅμως ἡ σκέψη μας δὲν θὰ αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ αὐτά. Γιὰ τὸν πιστὸ «εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ’ ὁ ἔσωθεν ἀνα-καινοῦται ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ» (Β´ Κορινθ. δ´ 16). Ἀνήκουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ διεκήρυξε: «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ πάντα» (Ἀποκ. κα´ 5). Εἶναι ὁ αἰώ-νιος Κύριος, ὁ Νεοποιός, «νεοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς». Κοντά Του δὲν ὑπάρχουν ἡλικίες. Δὲν ὑπάρχουν χιονοσκέπαστα γηρατειά. Δὲν ὑπάρχουν χρό-νος καὶ καιροὶ ποὺ προκαλοῦν φθορά. Ὑπάρχει αἰώνια νεότητα. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πλασμέ-νοι γιὰ τὴν αἰωνιότητα. Ἄνθρωποι ποὺ ὄχι μόνο προσδοκοῦν τὴν αἰωνιότητα. Ζοῦν μέσα τους καὶ προαπολαμβάνουν τὴν χαρὰ τῆς αἰωνιότη-τας, διότι πιστεύουν στὸν Αἰώνιο. Σ’ Αὐτὸν ποὺ μᾶς διαβεβαίωσε, ὅτι «ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἔχει ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. ε´ 24). Ἕνας καινούργιος χρόνος ἄρχισε. Μᾶς τὸν προσφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Μᾶς τὸν προσφέρει ὄχι ὡς χρόνο-χρῆμα. Μᾶς τὸν προσφέρει ὄχι γιὰ νὰ τὸν ξοδεύσουμε ἄσκοπα. Οὔτε κἂν νὰ τὸν κερδίσουμε γιὰ τὴν γῆ. Μᾶς τὸν προσφέρει νὰ τὸν χρησιμοποιήσουμε στὴ γῆ, γιὰ νὰ κατακτήσουμε τὸν οὐρανό. Αὐτὸς ὁ χρόνος οὔτε φθείρεται οὔτε φθείρει. Δὲν περνάει καὶ δὲν γερνάει. Προχωρεῖ καὶ καταλήγει στὴν αἰωνιό-τητα. Εἶναι τὰ σκαλοπάτια ποὺ μᾶς φέρνουν πιὸ κοντὰ στὸν Αἰώνιο καὶ Ἄφθαρτο. Μᾶς φέρνει πιὸ κοντὰ στὴν ὥρα τῆς ποθητῆς συναντήσεώς Του. Προσεγγίζει τὴν ὥρα τοῦ θριαμβευτικοῦ ἐρχομοῦ Του, ὅταν θὰ ἔλθει γιὰ νὰ μᾶς ἀναστήσει. Νὰ μᾶς ἀφθαρτοποιήσει καὶ νὰ μᾶς κάνει μετόχους τῆς ἀτελεύτητης χαρᾶς τῆς βασιλείας Του. Ἀντιμετωπίζουμε ἔτσι τὸν χρόνο ποὺ περ-νάει; Θὰ ἀντιμετωπίσουμε ἔτσι τὸν χρόνο ποὺ ἔρχεται; Τὸ εὐχόμαστε ὁλοψύχως σὲ ὅλους . |
Από το περιοδικό “Ζωή”